- τιτλομανία
- η презр, погоня за титулами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιτλομανία — η, Ν το να είναι κανείς τιτλομανής, η ιδιότητα τού τιτλομανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek